Η πρώτη από τις δύο ημέρες του PLISSKËN FESTIVAL ήταν αυτή για την οποία μας έβγαλε ο δρόμος προς τον Βύρωνα (ίδιοι headliners στο διήμερο, σταθερή η τριάδα στη μικρή σκηνή και διαφοροποιημένα τα υπόλοιπα τρία acts της κεντρικής), οπότε η αρχή έγινε με τους ULTRA SUNN στο Θέατρο Βράχων “Μελίνα Μερκούρη”, εκεί δηλαδή που ήταν στημένο και το main stage της διοργάνωσης.
Το βελγικό EBM/coldwave δίδυμο του Sam Huge και της Gaelle Souflet είχε σύμμαχο έναν πολύ καλό ήχο, φέρνοντας τα πρώτα λικνίσματα στον, λιγοστό κατά τα άλλα, κόσμο που είχε ανηφορίσει στον χώρο από νωρίς, αποδίδοντας με ωραίο τρόπο τα “Out οf the Cage”, “Young Foxes”, “The Speed”, “Broken Monsters”, “Can You Believe It”, “Set Yourself on Fire”, “Keep Your Eyes Peeled” και “Night Is Mine”.
Χωρίς καμία διακοπή (και αυτό ίσχυσε ως το τέλος της βραδιάς, ξεκάθαρο το πλεονέκτημα ύπαρξης δύο σκηνών), ο RHUMBA CLUB παραλάμβανε τη σκυτάλη του προγράμματος λίγα μέτρα πιο δίπλα, στο Θέατρο Βράχων “Άννα Συνοδινού” και το Republic Stage, ουσιαστικά ένα “pocket” παταράκι, περιμετρικά διανθισμένο (κυριολεκτικά) με φυτά και προβολείς βάσης.
“Οικογενειακή κατάσταση” εκείνη την ώρα στο Plisskën Festival, με τον κατά κόσμον Tom Falle να κάνει ιδιαίτερη μνεία στο “Normativity”, το “Perfect Queen” με το γυρισμένο στην Αθήνα video clip, αλλά και να αναφέρεται στις επιρροές ονομάτων όπως οι Pet Shop Boys, οι Erasure και οι Smiths στον (synth-pop ως επί το πλείστον) ήχο του, προλογίζοντας το “Midnight King”. Κορυφαία στιγμή, δε, του Λονδρέζου καλλιτέχνη, που συνόδευε τα προηχογραφημένα μέρη με τα φωνητικά και το live σύνθι του, υπήρξε το “Beach Lizard”.
Ώρα για κάτι σαφώς πιο δυναμικό όμως, οπότε μεταφερόμαστε απευθείας στην κεντρική σκηνή για τις GRANDMAS HOUSE, ένα γυναικείο queer τρίο από το Μπρίστολ (ίδια πόλη και ίδιο agency με τους Idles, άνετα έβλεπες δηλαδή αυτό το δίδυμο συγκροτημάτων και ένιωθες χορτάτος), που πραγματικά έκλεψαν την παράσταση, απελευθερώνοντας όλη την (post) punk ορμή τους, μαζί με τα γρεζάτα grunge φωνητικά και κιθαριστικά ριφ, στο ήδη πιο πυκνό κοινό (γενικά πάντως η προσέλευση αναμενόταν πολύ μεγαλύτερη τη δεύτερη ημέρα του φεστιβάλ, πρώτη ανακοινωμένη χρονικά).
Απανωτά “σφηνάκια” μας κέρασαν οι Βρετανίδες, με τα “No Place Like Home”, “Desire”, “Devil’s Advocate”, “Always Happy”, “Feed Me”, “Body” και “Girl”, έχοντας επίσης φοβερό ήχο στο πλευρό τους, στο “πιο ωραίο venue που έχουν παίξει ποτέ”, ενώ αξίζει να αναφερθεί πως το “How Does It Feel?”, που εν μέρει περιλαμβάνει γαλλικά φωνητικά, αφιερώθηκε από τη Yasmin Berndt στους εκ Γαλλίας fans που έδιναν το παρόν στο φεστιβάλ, αφού η ίδια αναφώνησε πρώτα “διάολε, έχω στρεσαριστεί τώρα!”.
Η συνέχεια περιλάμβανε το πιο διασκεδαστικό/εξωστρεφές act της ημέρας, που δεν ήταν άλλο από τον CAKES DA KILLA, που παρέα με τον DJ του και τραγούδια σαν τα “Don Dada”, “Bring It Back” και “Gon Blow”, μας γύρισε σε εποχές Eurodance.
Πρώτη εμφάνιση στην Ελλάδα για τον Νεοϋορκέζο rapper και διόλου τυχαίο το κομμάτι του “Stoggaf” με τον στίχο “This is for faggots”, καθώς ο ίδιος είναι ανάμεσα στους πολύ ενεργούς υποστηρικτές της συμπερίληψης της LGBT κοινότητας στη hip hop σκηνή.
Άκρως επικοινωνιακός ο Rashard Bradshaw με τον κόσμο που σχεδόν γέμισε το θεατράκι, ένας πραγματικός performer, κάνοντας και τη βόλτα του στο τέλος ανάμεσά μας. Είχε πρόγραμμα!
Από την άλλη, η ALICE GLASS δεν κατάφερε να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον μας για (ό,τι ήταν τέλος πάντων) αυτό που είχε να παρουσιάσει στο main stage, καθώς κάτι τα χαμηλής έντασης προηχογραφημένα, κάτι το πρόβλημα στην αρχή με το ασύρματο in-ear και σίγουρα το ότι για να γεμίσεις μια μεγάλη σκηνή μονάχα με την σκηνική σου παρουσία και χωρίς κανέναν μουσικό πλάι σου, απαιτεί πολύ μεγάλο και πολύπλευρο ταλέντο, συνέβαλαν στο, κατ’ εμέ τουλάχιστον, μοναδικό αδιάφορο act του line-up.
Εν ολίγοις, ό,τι είχαν καταφέρει αμέσως πριν ο Cakes da Killa και οι Grandmas House, κόπηκε απότομα με τα ακατάληπτα beats και τις εκούσιες ερμηνευτικές παραφωνίες της Καναδέζας Margaret Osborn, ευρύτερα γνωστής ως ιδρυτικό μέλος των Crystal Castles και frontwoman τους μέχρι την αποχώρησή της το 2014, η οποία συνεχίζοντας να υπηρετεί το electro-pop/synth-punk ιδίωμα και στη σόλο καριέρα της, παρουσίασε στο Plisskën Festival τραγούδια όπως τα “Nightmares”, “Without Love”, “Baby Teeth”, “Fair Game”, “Forgiveness” και “Not Enough”, μαζί με το “Alice Practice” από την παλιότερή της μπάντα (που ούτως ή άλλως δεν υφίσταται εδώ και μερικά χρόνια, μετά τις καταγγελίες της Alice Glass για κακοποιητική συμπεριφορά του Ethan Kath εναντίον της).
Πλέον, ένα “προπύργιο” είχε απομείνει, ο MAZOHA στο Republic Stage, για να φτάσουμε στους μεγάλους πρωταγωνιστές της βραδιάς. Ενθουσιασμένος στο έπακρο (βασικά, εκστασιασμένος) για ό,τι θα ερχόταν αμέσως μετά από το δικό του σετ, ο Τζίμης Πολιούδης δεν σταμάτησε να αναφέρεται στους Idles και το πόσο σημαντική είναι για αυτόν η συγκεκριμένη (και η αμέσως επόμενη) βραδιά.
Εξάλλου, δικαιωματικά άξιζε να βρίσκεται εκεί, καθώς τον κατατάσσουν “στην ίδια πλευρά του πεζοδρομίου” με τους Βρετανούς και, βασικά, με όλες και όλους μας, οι οργισμένοι του στίχοι για όλα τα θλιβερά συμβάντα της καθημερινότητας, συμπεριλαμβανομένων και έμφυλων ζητημάτων (οπωσδήποτε προτεινόμενα τα “Αρρενωτίποτα”, “Αυτοάμυνα” και “Πρωταθλητής”, που μαζί με τα “Ποπ 81”, “Μελλοντικέ μου Εαυτέ”, “Φρίκες”, “Ψυχολογικά Τραύματα Social Club” και “Είναι Ωραία να Πεθαίνουμε Παρέα”, μας παρουσίασε στο Plisskën Festival). Στην τελική, “ας τους σκοτώσουμε όλους και μετανιώνουμε ύστερα”...
Και μετά, οι IDLES. Επιτέλους στην Ελλάδα. Όπως σημείωνα και σε ένα σχετικό αφιέρωμα τις προάλλες, τόσο καιρό χαζεύαμε τα βίντεο από τις live εμφανίσεις τους και περιμέναμε πώς και πώς την ώρα που θα πατήσουν το πόδι τους και στα μέρη μας.
Η ώρα, λοιπόν, αυτή ήρθε (εδώ και καιρό το Plisskën Festival είχε μετατρέψει το μονοήμερο του πράγματος σε διήμερο, λόγω της μεγάλης ζήτησης των εισιτηρίων), με αποτέλεσμα να έχουμε να λέμε πλέον και εμείς, ότι είδαμε, ακούσαμε και νιώσαμε αυτή την μπάντα-φαινόμενο, με έναν ήχο που πραγματικά δεν βρίσκω λόγια να περιγράψω.
Δηλαδή, βγαίνουν οι Idles με το “Colossus”, και τα τύμπανα του Jon Beavis παρέα με το μπάσο του Adam Devonshire, μας χτυπάνε κατευθείαν στην καρδιά. Το ίδιο “τροπάριο” και σε όλο το live. Από την πλευρά τους, οι Mark Bowen και Lee Kiernan να παίρνουν κεφάλια, τόσο με τις κιθάρες, όσο και με τη θεοπάλαβη σκηνική τους παρουσία (στην αρχή, μέση και τέλος της συναυλίας, δηλαδή στα “Colossus”, “Love Song” και “Danny Nedelko”, επιδόθηκαν και στα γνωστά crowd surfing), ενώ ο Joe Talbot να φτύνει, να μασάει, να κοπανάει, να ασελγεί πάνω στο μικρόφωνο.
Το (post) punk είναι εδώ, με τους Idles να αποτελούν αυτή τη στιγμή τους σημαντικότερους πρεσβευτές του και εμάς ακόμα να παραμιλάμε για όσα βιώσαμε στο Θέατρο Βράχων.
Όσα βιώσαμε με το “Mr. Motivator”, με το “Mother” που ο Talbot αποκάλεσε “το σημαντικότερο τραγούδι των Idles” (φεμινιστικός ύμνος θα συμπληρώναμε εμείς), με το “I’m Scum”, το “Crawl!”, το “1049 Gotho” και φυσικά με το “Divide and Conquer”, ένα track που είναι λες και γράφτηκε για να συνοδεύει τις ταινίες-γροθιά στο στομάχι του Ken Loach.
Όσα βιώσαμε με την ερμηνεία του Joe Talbot στο - αφιερωμένο στο κοινό - “The Beachland Ballroom”, καθώς και με το “The Wheel”, το οποίο ο 39χρονος frontman προλόγισε λέγοντας: “Αυτό το κομμάτι γράφτηκε για τη μητέρα μου και τον θάνατό της από αλκοολισμό, όπως και για τη δική μου απεξάρτηση. Ευχαριστώ όσους στάθηκαν δίπλα μου και με βοήθησαν να σπάσω αυτόν τον κύκλο”.
Αλλά και όσα βιώσαμε φτάνοντας πλέον προς το τέλος, με την υπερηχητική αποθέωση των Idles. Χωρίς καμία υπερβολή, από εκείνο το σημείο και έπειτα, είχα μείνει αποσβολωμένος με την αρτιότητα του ήχου του συγκροτήματος. Ναι, γνωρίζαμε ότι οι Βρετανοί είναι ένα από τα καλύτερα live acts παγκοσμίως, αλλά το γνωρίζαμε κυρίως για την εκρηκτική τους παρουσία πάνω και ενίοτε και κάτω από τη σκηνή.
Μας τσάκισε σε όλα τα επίπεδα, λοιπόν, το “War”, το “Never Fight a Man With a Perm”, το “Danny Nedelko” για τον κολλητό τους Ουκρανό μετανάστη και τραγουδιστή των Heavy Lungs (“this song kills fascists, it is a celebration of immigrants, long live the immigrants!”, είπε με περηφάνια ο Talbot, τη στιγμή που από κάτω η ατμόσφαιρα θύμιζε γήπεδο, εντελώς γηπεδικού χαρακτήρα άλλωστε και το κομμάτι), όπως βέβαια και η κατάληξη με το “Rottweiler” και τον τραγουδιστή των Idles να μας προετοιμάζει λέγοντας “this is an antifascist song”.
“Σας ευχαριστούμε πολύ, μας κάνετε να νιώθουμε μέλος της οικογένειάς σας”. Και κάπως έτσι, με κορμιά να ίπτανται, να ιδρώνουν, να αγκαλιάζονται και να τραγουδούν, η πρώτη επίσκεψη των Idles στην Ελλάδα ήδη πέρασε στην ιστορία ως ένα (για την ακρίβεια δύο) από τα πιο βιωματικά live που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στον τόπο μας. Long live the Idles!
Setlist: Colossus / Car Crash / Mr. Motivator / Mother / Meds / I’m Scum / Crawl! / Divide and Conquer / The Beachland Ballroom / The Wheel / 1049 Gotho / Love Song / A Hymn / War / Wizz / Never Fight a Man With a Perm / Danny Nedelko / Rottweiler.
* Φωτογραφίες: Γιάννης Νέγρης