Η συγκεκριμένη βραδιά, όμως, άφησε μέσα μας και μια εκκρεμότητα για το μέλλον και αυτή δεν είναι άλλη από την παρουσία της EMMA RUTH RUNDLE, η οποία δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει το ημίωρο εμφάνισης, μιας και ένας τραυματισμός στο πόδι από το προηγούμενο βράδυ στη Θεσσαλονίκη, στάθηκε εμπόδιο στο να μας αποκαλύψει σε πλήρη βαθμό τα όσα περιμέναμε με ανυπομονησία.
Παρόλα αυτά, η γλυκύτατη Καλιφορνέζα δικαίωσε, έστω και σε ένα βαθμό, τη φήμη της για όσο παρέμεινε στη σκηνή του Fuzz, μόνη της μαζί με μια κιθάρα και κορυφαία στιγμή το “Ηand of God”, λίγο πριν μας εκμυστηρευτεί ότι η πιο ξεχωριστή συναυλία που έχει δώσει ποτέ, ήταν αυτή με τους Red Sparowes στην Αθήνα.
Photo: Emma Ruth Rundle
Μετά από το 35λεπτο διάλειμμα που προέκυψε λόγω του μικρότερης διάρκειας opening act, οι WOVENHAND έκαναν την εμφάνισή τους υπό ινδιάνικους ήχους και ιαχές, και με το επιβλητικό “Hiss”, έδειξαν κατευθείαν τις προθέσεις τους.
Αυτή τη φορά, ο David Eugene Edwards επέλεξε μόνο μεγαφωνικά φωνητικά, χωρίς καθαρά σημεία, ενώ το στοιχείο που έκανε τη διαφορά στον live ήχο της μπάντας, ήταν ξεκάθαρα τα μπάσα τύμπανα του Ordy Garrison, που μας παρέπεμπαν σε χορούς και τελετουργίες ιθαγενών.
Γενικότερα, είναι φανερό πως οι Wovenhand κερδίζουν ακόμη περισσότερους πόντους όταν εμφανίζονται ζωντανά, καθώς αφενός ο ήχος τους είναι πιο γεμάτος από ό,τι στο στούντιο, αφετέρου έχουν στις τάξεις τους έναν από τους πιο ιδιαίτερους και θεατρικούς frontmen παγκοσμίως, τον άνθρωπο που σου περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια και κίνηση, τα όσα θέλει να πει με τα τραγούδια του.
Photo: Wovenhand
Ήταν λίγο μετά από το πανέμορφο “The Hired Hand”, όταν ο ιδρυτής του συγκροτήματος από το Colorado άρχισε να καλεί τα πνεύματα μέσω του “Swaying Reed”, ενώ μια από τις πιο ξεχωριστές στιγμές της συναυλίας, ήταν, όπως αναμενόταν άλλωστε, το “All Your Waves”.
Από την άλλη, το αγαπημένο του κοινού, και όχι άδικα, “Corsicana Clip” έχασε λόγω της χαμηλής έντασης στο λαούτο του Edwards, παραμένοντας, παρόλα αυτά, σε αρκετά υψηλά επίπεδα, ενώ προσωπικά κρατάω ως κορυφαία σημεία στην επανεμφάνιση των Wovenhand, τη συγκλονιστική απόδοση όλου του γκρουπ στο “The Refractory”, το ινδιάνικο remake του “Obdurate Obscura”, με τα τύμπανα του Ordy Garrison να δίνουν τον ρυθμό και τον David Eugene Edwards να φτάνει στο απόγειο της ερμηνείας και θεατρικότητάς του, καθώς και το εξαιρετικό “Crook and Flail” που μας οδήγησε στο encore.
Με νέους ήχους και φωνές ιθαγενών, οι Wovenhand επέστρεψαν στη σκηνή του Fuzz Club μέσα σε αποθέωση, με το “King O King” να παίρνει τη σκυτάλη από το “Low Twelve” και το “Five by Five”, κλείνοντας μια 80λεπτη εμφάνιση που στηρίχθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στα δύο τελευταία άλμπουμ “Star Treatment” και “Refractory Obdurate”, και που μας άφησε, όπως το περιμέναμε άλλωστε, με τις καλύτερες των εντυπώσεων (και με ένα παραπονάκι που δεν ακούσαμε το “Come Brave”).
Άλλωστε, όταν έρχεται η ώρα να παρακολουθήσεις ζωντανά μία από τις πλέον αγαπημένες σου μπάντες, χάνεις κάθε αίσθηση του χώρου και του χρόνου, παραδίδοντας ψυχή και πνεύμα σε τραγούδια που είναι ικανά να σε διαπεράσουν.
Eκπληκτικός, λοιπόν, ο David Eugene Edwards και η παρέα του σε μία ακόμη συναυλία τους, η οποία έκλεισε τον κύκλο της 10ετούς σχέσης του εγχώριου κοινού με τους Wovenhand, ανοίγοντας πλέον το επόμενο κεφάλαιο.