Σε ένα από τα καλύτερα bookings των τελευταίων χρόνων για τα ελληνικά δεδομένα, το FRATERNITY OF SOUND FESTIVAL έφερε για πρώτη φορά στον τόπο μας τους Godflesh και τους Unsane, δύο εξαιρετικώς επιδραστικά - το καθένα στον τομέα του - σχήματα, τα οποία μας αποζημίωσαν για την αναμονή ετών και μας ανάγκασαν να κοιμηθούμε και να ξυπνήσουμε με το δίλημμα για το ποια από τις δύο εμφανίσεις υπερτέρησε της άλλης, έστω και στα σημεία.
Ξεκινώντας, όμως, από το πρώτο σχήμα που φιλοξενήθηκε στη 2η ημέρα του φεστιβάλ, αυτό δεν ήταν άλλο από τους PHARAOH OVERLORD, side project των Circle, τους οποίους είχαμε παρακολουθήσει ένα 24ωρο πριν. Η cult performance και ο – ας τον ονομάσουμε – heavy metal ήχος, έδωσαν τη θέση τους στη γερμανικής κοπής instrumental ψυχεδέλεια, με δύο άτομα να στέκονται πίσω από το drum kit, τρεις και πάλι κιθάρες και ένα 45λεπτο σετ που αρχικά μας υπνώτισε και εν συνεχεία μας καθήλωσε.
Πάντως, επειδή οι συγκριμένοι μουσικοί μάλλον έχουν στο αίμα τους και το θεατρικό κομμάτι, είδαμε και ένα μικρό σκετσάκι κατά τη διάρκεια του “Mystery Shopper”, ενώ κορυφαίες στιγμές της συναυλίας ήταν τo “Rodent”, καθώς και το – τι θα γινόταν αν οι Motörhead συναντούσαν το krautrock - “Revolution”.
Η σκυτάλη παραδόθηκε εν συνεχεία στους OMEGA MONOLITH, για ένα ενιαίο, όπως πάντα, 35λεπτο σετ, το οποίο περιλάμβανε και καινούριο υλικό, που έρχεται μετά το περσινό θριαμβευτικό “Fungus”.
Για μια ακόμη φορά, το αθηναϊκό ντουέτο μάς προσέφερε μια βασανιστικά όμορφη εμφάνιση, η οποία σμπαράλιασε το Fuzz με την κιθάρα, τα τύμπανα και τις λούπες του Τάκη Σαμόλη και του Αλέξη Ταμπακάκη.
Επόμενο γκρουπ στη λίστα ήταν οι GHOLD, οι οποίοι όχι απλά ανακάλυψαν ότι υπάρχει… 11 στους ενισχυτές, αλλά μάλλον το προέκτειναν οι ίδιοι στο 12, με αποτέλεσμα η παρακολούθηση της συναυλίας τους να αποτελεί κίνδυνο-θάνατο για την ακοή μας.
Το βρετανικό τρίο παρέμεινε στη σκηνή για 45 λεπτά, με φουλ κιθαριστική παραμόρφωση που ξύριζε και μπάσο που τράνταζε τον χώρο, όμως αναμφίβολα ο υπερβολικά δυνατός ήχος τους, με εμπόδισε προσωπικά από περισσότερο ασφαλή συμπεράσματα.
Από εκεί και πέρα, μπαίναμε πλέον στο κυρίως μέρος της βραδιάς και σε ένα double-bill κατά τη διάρκεια του οποίου θα αφήναμε τα κόκαλά μας στο Fuzz. Εν αρχή, οι UNSANE, εκ μέρους των οποίων ο Chris Spencer εξέφρασε πολλάκις ενθουσιασμό για το γεγονός ότι επιτέλους επισκέφθηκαν την Ελλάδα, μετά από 30 χρόνια πορείας.
Αποτελώντας ολόκληρο οικοδόμημα για το αμερικανικό noise και με σαφείς ματιές στο hardcore, οι γερόλυκοι από τη Νέα Υόρκη απάντησαν στο ερώτημά μας για το πόσα κιλά ιδρώτα μπορούν να χυθούν πάνω σε μία σκηνή, με μια 55λεπτη εμφάνιση κατά τη διάρκεια της οποίας το καπέλο του Spencer δεν σταμάτησε να στάζει, την ίδια στιγμή που το μπάσο του Dave Curran και τα τύμπανα του οδοστρωτήρα Vincent Signorelli δούλευαν σαν 24ωρο συνεργείο.
Παίζοντας όσο δυνατά χρειαζόταν και όσο τιμιότερα μπορούσαμε να ελπίζουμε, οι Unsane έκαναν τη λέξη “ισοπέδωση” να μοιάζει φτωχή, με μια σύντομη αναφορά στο τελευταίο τους άλμπουμ “Sterilize” και ένα πέρασμα από τα παλιότερα δισκογραφήματά τους.
Τι να πρωτοπιάσει κανείς για να καταγράψει κορυφαίες στιγμές; Το εναρκτήριο “Committed”, τα “Out”, “Factory” και “Against the Grain” λίγο μετά, ή τα “Line on the Wall”, “Only Pain”, “Empty Cartridge”, “Scrape”, “The Grind” και “Get Off My Back” να μας διαλύουν όσο το live πλησίαζε προς το τέλος του;
Χωρίς μπύρες να εκτοξεύονται όπως ενίοτε συνηθίζεται και χωρίς κινητά να σηκώνονται για να απαθανατίσουν σοσιαλμιντιακά τις στιγμές, οι Unsane υπέγραψαν μια αξέχαστη βραδιά, αποζημιώνοντας τις λίγες εκατοντάδες που επέλεξαν να κατηφορίσουν στο Fuzz για να τη ζήσουν.
Τώρα, δε, όσον αφορά το γκρουπ που έκλεινε τη 2η ημέρα του φεστιβάλ, δυστυχώς και πάλι με το πρόγραμμα να έχει πάει πίσω, συγκεκριμένα μία ώρα, τα λόγια ήταν εξαρχής περιττά. Τοτέμ για το industrial metal, οι GODFLESH έκαναν επιτέλους το πολυπόθητο ταξίδι για την Ελλάδα, με ένα ούτε κατά παραγγελία 70λεπτο setlist.
Δίνοντας αποκλειστικά βαρύτητα στην πορεία τους από το 1994 και προς τα πίσω, με αιχμή του δόρατος το full-length ντεμπούτο τους “Streetcleaner” (1989) και ήχο-μπόμπα, το βρετανικό τέρας αναδύθηκε μέσα από καπνούς και strobe lights, απλά και μόνο με την κιθάρα και τα harsh φωνητικά του Justin Broadrick, το μπάσο του G.C. Green και τα προγραμματισμένα μέσω υπολογιστή drums.
“Like Rats”, “Christbait Rising”, “Streetcleaner” και “Avalanche Master Song”, μεταξύ άλλων, για αρχή, το φοβερό και τρομερό “Mothra” λίγο μετά, το “Crush My Soul” με το μπάσο-γερανό του Green προς το τέλος και τα “Life Is Easy”, “Mighty Trust Krusher” και “Veins” για το εκπληκτικό encore.
Σαρωτική εμφάνιση από τους θρυλικούς Βρετανούς (τι διάολο βγάζει αυτό το Birmingham), μακάρι η επιστροφή τους να γίνει κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον. Προς το παρόν, αναμένουμε λίαν συντόμως το νέο τους άλμπουμ.
* Φωτογραφίες: Γιάννης Νέγρης